- ἐρεβινθιαῖος
- ἐρεβινθ-ιαῖος, α, ον,A of the size of an ἐρέβινθος, Dsc.5.137,152.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεβινθιαίος — ἐρεβινθιαῑος, α, ον (Α) [ερέβινθος] αυτός που έχει μέγεθος ενός ρεβιθιού … Dictionary of Greek